ακουαρελίστας

ακουαρελίστας
ο
ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας, υδατογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aquarelliste].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακουαρελίστας — ο θηλ. ίστρια (λ. ιταλ.), ο ζωγράφος που κάνει ακουαρέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

  • υδατογράφος — ο, Ν ζωγράφος υδατογραφιών, ακουαρελίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • υδατογράφος — ο ο ζωγράφος υδατογραφιών (βλ. λ.), αυτός που ζωγραφίζει με νερομπογιές, ο ακουαρελίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”